- νεότας
- νεότας, ἁ (Α)(δωρ. και κρητ. τ.) βλ. νεότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεότας — νεότᾱς , νεότης youth fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοτατεύω — (Α) [νεότας] είμαι μέλος τής νεότας … Dictionary of Greek
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek